-
1 ταλαύρινος
A bearing a shield of bull's-hide, epith. of Ares,τ. πολεμιστής Il.5.289
, 20.78, etc.; so of Πόλεμος, Ar. Pax 241; and, jokingly, of Lamachus, Id.Ach. 964; τ. χρώς a thick tough hide, AP7.208 ([place name] Anyte): neut. as Adv., ταλαύρινον πολεμίζειν to fight toughly, stoutly, Il.7.239 (or masc., to fight as a bearer of a bull's-hide shield).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλαύρινος
См. также в других словарях:
ταλαύρινος — ον, Α 1. (συν. ως προσωνυμία τού Άρεως) αυτός που μάχεται με τη βοήθεια ασπίδας από χοντρό δέρμα ταύρου («...πρίν γ ἢ ἕτερόν γε πεσόντα αἵματος ἆσαι Ἄρηα, ταλαύρινον πολεμιστήν», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ταλαύρινον α) με δύναμη, ισχυρά β)… … Dictionary of Greek